- λαγόπους
- (-οδός), ους , ουν1) имеющий ноги, похожие на заячьи (о птицах); 2) перен. быстроногий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαγόπους — ουν και λαγώπους, ουν (Α λαγώπους, ουν) 1. λαγοπόδαρος, αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με τού λαγού 2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λαγόπους ή λαγώπους γένος ορνιθόμορφων πτηνών τής οικογένειας φασιανίδες, τού οποίου στην Ελλάδα ζουν δύο είδη κοινώς… … Dictionary of Greek
αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… … Dictionary of Greek
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
λαγώπους — ουν (Α λαγώπους, ουν) βλ. λαγόπους … Dictionary of Greek
τετραονίδες — (Tetraonidae). Οικογένεια ορνιθόμορφων πτηνών, από μέτριο έως μεγάλο μέγεθος. Χαρακτηριστικό των πουλιών αυτών είναι το φτέρωμα, που έχουν στους ταρσούς των ποδιών τους και η δερμική πτυχή ανάμεσα στα δάκτυλά τους, που αυξάνει την επιφάνεια… … Dictionary of Greek
χιονόκοτα — η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τών ορνιθόμορφων πτηνών τού γένους λαγόπους, τής οικογένειας τετραωνίδες, που απαντούν στις ψυχρές περιοχές τής Ευρώπης και τής Βόρειας Αμερικής … Dictionary of Greek